- κανελλής
- ιά, ί , κανελλόχρους, ους , ουν , κανελλύς, ιά, ύ коричневый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κανελλής, Μανόλης — (Χανιά 1900 – 1980). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, υπήρξε ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Ατλαντίς, ενώ συνεργάστηκε και με διάφορες … Dictionary of Greek
κανελής — και κανελλής, ιά, ί [κανέλα] 1. κανελόχρωμος, αυτός που έχει το χρώμα τής κανέλας 2. το ουδ. ως ουσ. το κανελί το χρώμα τής κανέλας, ή απόχρωση τής κανέλας … Dictionary of Greek